οινοπνευματικός

οινοπνευματικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο οινόπνευμα («οινοπνευματική ζύμωση»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰνόπνευμα. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Αντ. Δαμασκηνό].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • οινοπνευματικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο οινόπνευμα: Οινοπνευματική μέτρηση. – Οινοπνευματικός βαθμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οινοπνευματόμετρο — το αραιόμετρο με το οποίο προσδιορίζεται ο οινοπνευματικός βαθμός αλκοολούχων υγρών, αλλ. αλκοολόμετρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰνόπνευμα + μέτρον. Η λ., στον λόγιο τ. οινοπνευματόμετρον, μαρτυρείται από το 1844 στην εφημερίδα Αιών] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”